- συγγώνιον
- συγγώνιον, τό, dub. sens., perh.A corner-room, BCH54.98 (Delos, ii B.C., pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγγώνιον — τὸ, Α πιθ. γωνία σε δωμάτιο ή γωνία δρόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γώνιος (< γωνία), πρβλ. παρα γώνιος] … Dictionary of Greek